συνομοσπονδιακός

συνομοσπονδιακός
η , ό[ν] относящийся к конфедерации; конфедеративный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνομοσπονδιακός" в других словарях:

  • συνομοσπονδιακός — ή, ό, Ν [συνομοσπονδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνομοσπονδία …   Dictionary of Greek

  • συνομοσπονδιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συνομοσπονδία: Οι Τούρκοι ζητούν την ίδρυση συνομοσπονδιακού κράτους στην Κύπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»